κοσμοκρατορικός

κοσμοκρατορικός
-ή, -ο (ΑM κοσμοκρατορικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοσμοκράτορα ή στην κοσμοκρατορία («τῆς κοσμοκρατορικῆς ἀρχῆς τοῡ νικητοῡ βασιλέως», Ευσ.).
επίρρ...
κοσμοκρατορικῶς (Μ)
με δύναμη κοσμοκράτορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμοκρατορία ή κοσμοκράτωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”